- δύσληπτος
- -η, -ο (AM δύσληπτος, -ον)1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα»)νεοελλ.(για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεταιαρχ.1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί επειδή ήταν τόσο λείο)2. δυσεξερεύνητος, δυσεξιχνίαστος.
Dictionary of Greek. 2013.